μονονουχί

μονονουχί
μονονουχί και μόνον οὐχί και μονονού(κ) και μόνον οὐ(κ) (Α)
σχεδόν, μόνο που δεν... («καὶ μόνον οὐ τὴν Ἀττικήν ὑμῶν περιῄρηνται», Δημ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόνον + αρνητικό μόριο οὐχί /οὐ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονονουχί — μονονού indeclform (adverb) μονονυχί in a single night indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκλύζω — Α 1. κατακλύζω 2. καλύπτω με κύματα 3. εκχειλίζω 4. προσβάλλω κάποιον, ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 5. (κυριολ. και μτφ.) πλημμυρίζω («τοῑς ὄμμασι τοῡ κάλλους μονονουχί προσκλύζοντος», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κλύζω «περιβρέχω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”